- πειραματίζομαι
- πειραματίστηκα1. κάνω πείραμα για να επαληθεύσω κάποια άποψη θεωρητική: Οι επιστήμονες πειραματίζονται χρόνια τώρα για την αποτελεσματικότητα ορισμένων φαρμάκων κατά του καρκίνου.2. δοκιμάζω, κάνω απόπειρα να πετύχω κάτι: Οι παιδαγωγοί πειραματίζονται στις διάφορες παιδαγωγικές μεθόδους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.