πειραματίζομαι

πειραματίζομαι
πειραματίστηκα
1. κάνω πείραμα για να επαληθεύσω κάποια άποψη θεωρητική: Οι επιστήμονες πειραματίζονται χρόνια τώρα για την αποτελεσματικότητα ορισμένων φαρμάκων κατά του καρκίνου.
2. δοκιμάζω, κάνω απόπειρα να πετύχω κάτι: Οι παιδαγωγοί πειραματίζονται στις διάφορες παιδαγωγικές μεθόδους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πειραματίζομαι — πειραματίζομαι, πειραματίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πειραματίζομαι — 1. κάνω πειράματα, εκτελώ δοκιμασίες ή εφαρμογές θεωρητικών γνώσεων, εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη για άσκηση ή παρατήρηση 2. δοκιμάζω, επιχειρώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ …   Dictionary of Greek

  • πειραματισμός — ο 1. η πράξη τού πειραματίζομαι 2. δοκιμή, απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι 3. (επιστημολ.) η συστηματική χρήση τού πειράματος για την επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης ή θεωρίας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα τής σύγχρονης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”